- ψιαθίζομαι
- Α [ψίαθος]κοιμάμαι πάνω σε ψάθα («oἱ ἰατροὶ... ἐκέλευσάν με ψιαθισθῆναι», Ιεροκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιαθισθῆναι — ψιαθίζομαι lie on a mat aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)